- δοξαζόμενος
- славимый
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
δοξαζόμενος — δοξάζω think pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)